- μισθολογικός
- ücret, maaş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μισθολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο μισθολόγιο: Μισθολογικός πίνακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισθολογικός — ή, ό [μισθολόγιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισθολόγιο 2. φρ. α) «μισθολογικά συστήματα» (οικον.) τα συστήματα αμοιβής τών εργαζομένων β) «μισθολογική κατάσταση» μισθολόγιο. επίρρ... μισθολογικώς και ά με μισθολογικό τρόπο, από την… … Dictionary of Greek